Montag, 15. Februar 2010

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ.

Καραβι που ξεκινησε
που φευγει για τα ξενα
καποιοι αποχωριζονται
με ματια δακρυσμενα.
Ο αδελφος μου στεκεται
στη γεφυρα γαληνιος
και τα γλυκα τα ματια του
φωτιζουν σαν τον ηλιο.
Αυτος εδω ο αδελφος
που σημερα μακραινει
παλευε με τα κυματα
που ο ανεμος τα δερνει.
Μα ειχε ψυχη του λιονταριου
και δυναμη και θαρρος
και οταν μιλουσε φωτιζε
του λιμανιου ο φαρος.
Η καλωσυνη μεσα του
ητανε ριζωμενη
και ο λογος του,
οι τροποι του
κυψελη φορτωμενη.
Η ροτα του ηταν αγνωστη
χτυπιοταν με το κυμα
μες τις μεγαλες θαλασσες
μια λαμπερη αχτιδα.
Οι αντοχες του σιδερο
σα βραχος η καρδια του
την ισχυρη του θεληση
δεν βλεπω αλλοι να'χουν.
Απο τα πεντε η ξενητια
ετρωγε την ψυχη του
μα δεν παραπονεθηκε
σε μενα η' τους γονεις του.
Η φυλακη και αλλα πολλα
ειναι καταραμενα
μ' απ' ολα το χειροτερο
ειναι τα μαυρα ξενα.

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen